βουνάκι

βουνάκι
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.070 μ., 33 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ακράτας.
* * *
και βουναλάκι, το
μικρό βουνό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Chios (Stadt) — Chios Χίος …   Deutsch Wikipedia

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • ανθράκιον — το (Α ἀνθράκιον) το καρ βουνάκι νεοελλ. 1. λεπτή σκόνη από κάρβουνο που χρησιμοποιείται σαν χρώμα 2. ορυκτό πυριτικό αρχ. 1. είδος μαύρου λίθου με τον οποίο έφτιαχναν καθρέφτες 2. είδος πολύτιμου λίθου 3. εξάνθημα, σπυρί (από την ασθένεια… …   Dictionary of Greek

  • βουνό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 7 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 251 κάτ.) στην πρώην… …   Dictionary of Greek

  • Νώνακρις — Αρχαία πόλη της Αρκαδίας. Αναφέρεται ως ερειπωμένη από την εποχή του Παυσανία, ο οποίος έγραψε τα Αρκαδικά περίπου το 174 μ.Χ. Σήμερα αναζητείται στην περιοχή των χωριών Σόλος, Μεσορούγι και Περιστέρα, τα οποία, μαζί με άλλα επτά (Αγρίδι,… …   Dictionary of Greek

  • πρόβατο — το 1. μηρυκαστικό ζώο: Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει (Δ. Σολωμός). 2. μτφ., άνθρωπος μωρός, αφελής, ανόητος: Τι να μιλήσεις μ αυτόν που είναι πρόβατο; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”